- τράφειν
- τρέφωthickenpres inf act (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πρωθύστερος — η, ο / πρωθύστερος, ον, ΝΜΑ 1. αυτός που προτάσσεται ενώ θα έπρεπε να επιτάσσεται, που τίθεται πρώτος ενώ θα έπρεπε να έπεται 2. φρ. «πρωθύστερο σχήμα» ή απλώς «το πρωθύστερο» (ενν. σχήμα) γραμμ. σχήμα λόγου κατά το οποίο προτάσσεται ένας όρος ή… … Dictionary of Greek
σκιατραφεῖν — σκιατραφέω pres inf act (attic epic doric) σκιᾱτραφεῖν , σκιατροφέω rear in the shade pres inf act (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)